- προκάθημαι
- ΝΜΑ και ιων. τ. προκάτημαι Α [κάθημαι]1. στέκω, κάθομαι μπροστά από κάποιον άλλο2. κάθομαι κατά προτίμηση μπροστά άπο άλλους επειδή κατέχω τιμητική θέση (α. «οι προκαθήμενοι στο θέατρο είναι συνήθως επίσημοι» β. «προκάθηνται καθ' ἡλικίαν καὶ τιμήν», Στράβ.)3. έχω την πρωτακαθεδρία, προεδρεύω, προΐσταμαι4. εκκλ. (το αρσ. τής μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ο προκαθήμενοςα) κληρικός που κατέχει ανώτερη θέση ανάμεσα σε άλλους κληρικούς ως ηγέτης μιας Εκκλησίας (α. «ο προκαθήμενος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος» — ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδοςβ. «ο προκαθήμενος τής Δυτικής Εκκλησίας» — ο πάπας)β) πρόεδρος τοπικής εκκλησιαστικής συνόδουαρχ.1. βρίσκομαι ή κατοικώ μπροστά ή μακριά από άλλους («προκατημένους τοσοῡτο πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος» — λεγόταν για τους Θεσσαλούς που βρίσκονταν μακριά από τις κύριες ελληνικές πόλεις, Ηρόδ.)2. κάθομαι μπροστά από ένα μέρος ώστε να τό υπερασπίζω («ὁ δὲ πολύπους ὁ θῆλυς... ἐπὶ τῷ στόματι προκάθηται τῆς θαλάμης, τὴν πλεκτάνην ἐπέχων», Αριστοτ.)3. προφυλάσσω, προστατεύω (α. «φὰς αὐτὸς ἱκανὸς εἶναι τῶν ἑαυτοῡ προκατῆσθαι», Ηρόδ.β. «αἱ προκαθήμενοι θεαὶ τῆς πόλεως», επιγρ.)4. κάθομαι -μπροστά από τον δήμο, προεδρεύω σε δημόσια συνεδρίαση5. μτφ. είμαι πιο έντονος («γεύσεως ὄσφρησις προκάθηται», Φίλ.).
Dictionary of Greek. 2013.